προσήλυσις

προσήλυσις
-ύσεως, ἡ, Μ
μεταστροφή στη θρησκευτική πίστη, το να ασπαστεί κανείς τον χριστιανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἤλυσις «οδός, πορεία, έλευση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”